Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέρχομαι
1 εγγραφή
απέρχομαι [apérxome] Ρ αόρ. απήλθα, απαρέμφ. απέλθει : (λόγ.) αποχωρώ, απομακρύνομαι. ΦΡ απελθέτω απ΄ εμού το ποτήριον* τούτο.

[λόγ. < αρχ. ἀπέρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες