Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέναντι
2 εγγραφές [1 - 2]
απέναντι [apénandi] επίρρ. τοπ. : I.χρησιμοποιείται μονολεκτικά για τη δήλωση τόπου, όταν τα συμφραζόμενα βοηθούν κατάλληλα τον ομιλητή· γενικά όμως είναι συχνότερες οι εκφορές: ~ σε, ~ από· όταν συντάσσεται με αδύνατο τύπο της προσωπικής αντωνυμίας, η αντωνυμία μπαίνει σε γενική ή εκφέρεται με σε και αιτιατική· δηλώνει: 1. τόπο· προσδιορίζει κτ. που βρίσκεται κοντά και προς την κατεύθυνση που βλέπει κάποιος· αντίκρυ: Bλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι; Mένουμε ακριβώς ~. Πού έχει φαρμακείο; - Εδώ ~. Σας περιμένουν στο ταβερνάκι ~, που βρίσκεται απέναντι. Tο σπίτι τους είναι ~ από το σχολείο. Πετάχτηκε ~ (στο περίπτερο) για τσιγάρα. || μπροστά από / σε: Aπέναντί μας απλωνόταν η θάλασσα, μπροστά από εμάς. Δεν τολμά να εμφανιστεί απέναντί τους, μπροστά σ΄ αυτούς. || αντικριστά: Kαθόταν με τις ώρες ο ένας ~ στον άλλο χωρίς να μιλούν. Tα σπίτια μας ήταν ~. Ο Όλυμπος υψώνεται ~ στον Kίσσαβο. || από ~, δηλώνει αφετηρία: Tον είδα να έρχεται από ~. || ως ~, δηλώνει τέρμα: Έτρεξαν ως ~. 2α. με αδύνατο τύπο προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει σχέση ή αναφορά: Δεν ήταν ειλικρινής απέναντί μας. Ήταν πάντα συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντί μου. β. με τη σημασία του εναντίον: ~ στις δυνάμεις του εχθρού δεν είχαν να αντιτάξουν παρά μόνο τη θέλησή τους να νικήσουν. Εύκολα διέκρινες την εχθρική διάθεση των κατοίκων ~ στους τουρίστες. 3. σύγκριση: ~ στις δικές του δυσκολίες οι δικές μου φαίνονται αστείες, συγκρινόμενες με τις δικές μου. II. σε ονοματική χρήση. 1. (ως επίθ.): Οι ~ γωνίες του ρόμβου είναι ίσες. Mε μια αυτοσχέδια βάρκα πέρασαν στην ~ όχθη. 2. (ως ουσ.): Δεν έχουν φιλικές σχέσεις με τους ~, με αυτούς που μένουν απέναντι.

[αρχ. ἀπέναντι]

απεναντίας [apenandías] επίρρ. : δηλώνει ότι συμβαίνει εντελώς το αντίθετο από αυτό που έχει προαναφερθεί· συνήθ. στη θέση αντιθετικού παρατακτικού συνδέσμου, εισάγει ύστερα από τελεία ή άνω τελεία πρόταση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης αρνητικής πρότασης· αντιθέτως, αντίθετα: Δεν τον συμπαθεί· ~ τον μισεί θανάσιμα. Δεν τους περίμενα· ~ έμεινα με την εντύπωση πως είχαν ήδη φύγει. || συχνά με το μάλιστα για εντονότερη αντίθεση, χωρίς αναγκαστικά να ακολουθούνται από πρόταση: Δεν είχε πρόθεση να τους θίξει· ~ μάλιστα (τους εκτιμά πολύ). || με το αλλά / όμως: Έλεγαν πως ήταν τυχερός· ~ όμως είχε πολλές ατυχίες στη ζωή του. || Είσαι ευχαριστημένος; -~ λυπάμαι πολύ, αντίθετα, το αντίθετο, κάθε άλλο, λυπάμαι πολύ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεναντίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες