Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέλαση
1 εγγραφή
απέλαση η [apélasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απελαύνω, η απομάκρυνση αλλοδαπού από μια χώρα, επειδή κρίθηκε επικίνδυνος για την ασφάλειά της: Aποφασίστηκε η ~ των ξένων που συνελήφθηκαν για ναρκωτικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀπέλα(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες