Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάνθισμα
1 εγγραφή
απάνθισμα το [apánθizma] Ο49 : συλλογή από τα καλύτερα ή εκλεκτότερα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < ελνστ. ἀπάνθισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες