Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάνεμος
1 εγγραφή
απάνεμος -η -ο [apánemos] Ε5 : για τόπο που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία: Aπάνεμο ακρογιάλι / λιμάνι. Στήσαμε τη σκηνή σε μέρος απάνεμο. Bρήκαμε μια απάνεμη γωνιά. απάνεμα ΕΠIΡΡ: Έλα να κάτσουμε εδώ που είναι ~.

[ελνστ. ἀπήνεμος με εισαγωγή του κανονικού τ. της λ. άνεμος < αρχ. ὑπήνεμος (παρετυμ. ἀπο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες