Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αορτικός
1 εγγραφή
αορτικός -ή -ό [aortikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αορτή: Aορτικό τόξο.

[λόγ. < γαλλ. aortique < aort(e) < αρχ. ἀορτ(ή) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες