Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξονοειδής
1 εγγραφή
αξονοειδής -ής -ές [aksonoiδís] Ε10 : (λόγ.) που έχει το σχήμα άξονα.

[λόγ. αξον- (δες άξονας) + -ειδής μτφρδ. γαλλ. axiforme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες