Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξονικός
1 εγγραφή
αξονικός -ή -ό [aksonikós] Ε1 : που έχει σχέση ή που αναφέρεται στον άξονα: ~ κύλινδρος. Aξονική κίνηση / συμμετρία. Aξονική τομογραφία*. ~ τομογράφος. αξονικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. axonique (-ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες