Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιότιμος
1 εγγραφή
αξιότιμος -η -ο [aksiótimos] Ε5 : συνήθ. ως γραπτή ή προφορική προσφώνηση που απευθύνεται σε πρόσωπα σεβαστά, με τα οποία δεν έχουμε οικειότητα: Aξιότιμε κύριε. Aξιότιμη κυρία.

[λόγ. < αρχ. ἀξιότιμος `υψηλής αξίας΄ σημδ. γαλλ. honorable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες