Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιότιμος -η -ο [aksiótimos] Ε5 : συνήθ. ως γραπτή ή προφορική προσφώνηση που απευθύνεται σε πρόσωπα σεβαστά, με τα οποία δεν έχουμε οικειότητα: Aξιότιμε κύριε. Aξιότιμη κυρία.
[λόγ. < αρχ. ἀξιότιμος `υψηλής αξίας΄ σημδ. γαλλ. honorable]