Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιόποινος -η -ο [aksiópinos] Ε5 : για τον οποίο πρέπει να επιβληθεί ποινή, τιμωρία, συνήθ. για παραβίαση του ποινικού νόμου: H κλοπή / η ψευδορκία είναι αξιόποινη πράξη.
[λόγ. αξιο- + ποιν(ή) -ος μτφρδ. γαλλ. digne de punition (διαφ. το ελνστ. ἀξιόποινος `που τιμωρεί δίκαια΄)]