Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιόποινος
1 εγγραφή
αξιόποινος -η -ο [aksiópinos] Ε5 : για τον οποίο πρέπει να επιβληθεί ποινή, τιμωρία, συνήθ. για παραβίαση του ποινικού νόμου: H κλοπή / η ψευδορκία είναι αξιόποινη πράξη.

[λόγ. αξιο- + ποιν(ή) -ος μτφρδ. γαλλ. digne de punition (διαφ. το ελνστ. ἀξιόποινος `που τιμωρεί δίκαια΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες