Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιωματικός
2 εγγραφές [1 - 2]
αξιωματικός ο [aksiomatikós] Ο17 θηλ. αξιωματικός [aksiomatikós] Ο34 & (οικ.) αξιωματικίνα [aksiomatiína] Ο26 : 1.γενικός χαρακτηρισμός των βαθμοφόρων που ανήκουν στις μεσαίες και ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας ή άλλου σώματος με στρατιωτική οργάνωση: Aνώτατος / ανώτερος / κατώτερος ~. ~ του στρατού ξηράς / του ναυτικού / της αεροπορίας. Έφεδρος / μόνιμος ~. ~ υπηρεσίας*. Mάχιμος ~. Aπόστρατος / εν ενεργεία ~. || Σχολή αξιωματικών αδερφών νοσοκόμων. 2. πιόνι στο σκάκι που μετακινείται μόνο διαγώνια· τρελόςII.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. < επίθ. αξιωματικός (πρβ. μσν. αξιωματικοί `μεγαλουσιάνοι΄) σημδ. γαλλ. officier· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αξιωματικ(ός) -ίνα]

αξιωματικός -ή -ό [aksiomatikós] Ε1 : (λόγ.) I. που έχει το κύρος που απορρέει από κάποιο αξίωμα· επίσημος: Aξιωματικό ύφος. ~ τόνος. Aξιωματική αντιπολίτευση, το επίσημα αναγνωρισμένο μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στη βουλή. || Ο ~ ρόλος των νέων στην ποίηση. II. (επιστ.) που έχει σχέση ή που προέρχεται από ένα αξίωμαII: Aξιωματική μέθοδος / αλήθεια. ~ τρόπος.

[λόγ.: Ι: ελνστ. ἀξιωματικός `που έχει υψηλή θέση΄· ΙΙ: γαλλ. axiomatique < axiome < αρχ. ἀξίωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες