Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιολογώ
1 εγγραφή
αξιολογώ [aksioloγó] -ούμαι Ρ10.9 : με κριτήρια υποκειμενικά ή αντικειμενικά προσδιορίζω την αξία, τη σημασία, την ποιότητα ενός πράγματος συγκρίνοντάς το με άλλα όμοια: Aξιολόγησε όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του. || Πρέπει ν΄ αξιολογεί κανείς τις ανάγκες του, ακολουθώντας την παραπάνω διαδικασία να δίνει προτεραιότητα στις πιο επείγουσες ή σημαντικές.

[λόγ. αξιόλογ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες