Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξεσουάρ το [aksesuár] Ο (άκλ.) : χρηστικό ή διακοσμητικό αντικείμενο που συμπληρώνει το ντύσιμο ενός ανθρώπου ή τον εξοπλισμό κάποιας κατασκευής: Γυναικεία ~, τσάντα, γάντια, ζώνη κτλ. ~ αυτοκινήτου, πρόσθετα όργανα μέτρησης, τάσια, καθρέφτες κτλ.
[λόγ. < γαλλ. accessoires (πληθ.)]