Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξίνα
1 εγγραφή
αξίνα η [aksína] Ο25 : σκαπτικό εργαλείο, είδος κασμά με αρκετά πλατύ το ένα του άκρο.

[μσν. αξίνα < αρχ. ἀξίν(η) μεταπλ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες