Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξέστρωτος -η -ο [akséstrotos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το έχουν ξεστρώσει, που δεν είναι ξεστρωμένο: Bρήκα το κρεβάτι του αξέστρωτο, φαίνεται πως δεν κοιμήθηκε το βράδυ. 2. (προφ.) ξεστρωμένος, άστρωτος.
[1: α- 1 ξεστρώ(νω) -τος· 2: α-
13 ξέστρωτος]