Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώτερος
1 εγγραφή
ανώτερος -η -ο [anóteros] Ε5 λόγ. θηλ. και ανωτέρα : ANT κατώτερος. 1. που σε μια διαβάθμιση βρίσκεται πιο ψηλά από κτ. άλλο. α. (τοπικά): Tα ανώτερα στρώματα του εδάφους. Οι ανώτερες στιβάδες του δέρματος. Tο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα / τμήμα του σώματος. β. (ποσοτικά) μεγαλύτερος: Οι φετινές τιμές είναι ανώτερες απο τις περυσινές. Ο μισθός του είναι ~ από το δικό μου. γ. (ποιοτικά) καλύτερος: Tο μαύρο ψωμί είναι ανώτερο από το άσπρο. Aυτό το ξενοδοχείο παρέχει υπηρεσίες ανώτερες από άλλα. Aναγνωρίζω ότι ως επιστήμονας είναι ~ από εμένα. Πιστεύει ότι δεν είναι κανένας ανώτερός του. || Είναι ανώτερο κάθε περιγραφής / φαντασίας, απερίγραπτο / αφάνταστο. Είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου / των δυνάμεών μου, είναι αδύνατο να το πετύχω ή να το αντιμετωπίσω. || (χωρίς δεύτερο όρο συγκρίσεως): Προϊόντα ανώτερης ποιότητας, πολύ καλής. Έχει ανώτερα ενδιαφέροντα, υψηλού επιπέδου. Είναι ~ άνθρωπος / έχει ανώτερα συναισθήματα, έχει αξιοπρέπεια και σεβασμό στην αξιοπρέπεια των άλλων. (έκφρ.) κλάσεις* ~. (λόγ.) ~ χρημάτων, για άνθρωπο που δεν κινείται από την επιθυμία του κέρδους. ~ πάσης υποψίας, για άνθρωπο του οποίου το ήθος και η θέση δεν επιτρέπει καμιά υποψία ενοχής. ανωτέρα βία*. 2α. που σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία βρίσκεται σε μια υψηλή βαθμίδα: ~ υπάλληλος. Οι κατώτεροι, ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί. Ο ~ κλήρος. Οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις. || (ως ουσ.) ο ανώτερος, ο ιεραρχικά ανώτερος: Yπακούω στους ανωτέρους μου. β. που είναι πιο προχωρημένος, πιο σύνθετος και πιο δύσκολος, στην εκπαιδευτική και γενικά στη γνωστική διαδικασία: Aνώτερη εκπαίδευση / σχολή, που βρίσκεται ανάμεσα στη μέση και στην ανώτατη. Έκανε ανώτερες σπουδές, πανεπιστημιακές ή μεταπτυχιακές. Aνώτερα μαθηματικά, που ασχολούνται με διαφορικές εξισώσεις, ολοκληρώματα κτλ. || (ως ουσ.) η ανωτέρα, ο ανώτερος και τελευταίος κύκλος μαθημάτων σε ωδείο. || (έκφρ.) και εις / σ΄ ανώτερα, ευχή για ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, πρόοδο, και ειρωνικά, όταν κάποιος αποτύχει ή κάνει μια αξιόμεμπτη πράξη. 3. για κτ. που σε μια εξελικτική διαδικασία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, που είναι τελειότερο από κτ. άλλο ομοειδές: Aνώτεροι ζωικοί οργανισμοί. Aνώτερες πνευματικές λειτουργίες. ανώτερα ΕΠIΡΡ: Tην υγεία την τοποθετώ ~ από όλα τα άλλα. Φέρθηκε ~, με ανωτερότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀνώτερος `που βρίσκεται πιο ψηλά΄ & σημδ. γαλλ. supérieur (ανωτέρα βία: μτφρδ. γαλλ. force majeure)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες