Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώτατος
1 εγγραφή
ανώτατος -η -ο [anótatos] Ε5 : ANT κατώτατος. 1. για κτ. που σε μια τοπική, ποσοτική ή ποιοτική διαβάθμιση βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο, πιο ψηλά από οτιδήποτε άλλο: Tα ανώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας. H ατμοσφαιρική ρύπανση ξεπέρασε τα ανώτατα επιτρεπτά όρια. Kαθορίστηκαν οι ανώτατες τιμές πώλησης της βενζίνης. Aνώτατο όριο ταχύτητας. Σχολείο που δίνει μόρφωση ανώτατου επιπέδου, άριστη. 2. που κατέχει την υψηλότερη βαθμίδα σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία: Aνώτατη εξουσία. Aνώτατο δικαστήριο. Έφτασε στα ανώτατα αξιώματα, ύπατα. Ο ~ άρχοντας*. ~ υπάλληλος / δικαστικός / αξιωματικός. Aνήκει στις ανώτατες κοινωνικά τάξεις. || Tο ανώτατο Ον, το υπέρτατο Ον, ο Θεός. || Aνώτατη εκπαίδευση / ανώτατη σχολή, πανεπιστημιακή ή άλλη ισότιμη.

[λόγ. < αρχ. ἀνώτατος `που βρίσκεται στο ψηλότερο μέρος΄ & σημδ. γαλλ. suprême, (éducation) supérieure (`ανώτερη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες