Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώνυμος
1 εγγραφή
ανώνυμος -η -ο [anónimos] Ε5 : 1.ANT επώνυμος1. α1. που το όνομά του είναι άγνωστο: Έργο ανώνυμου συγγραφέα. Οι δημιουργοί του λαϊκού πολιτισμού είναι συνήθως ανώνυμοι. || που δε δηλώνει, δε φανερώνει το όνομά του: Ο συντάκτης της επιστολής είναι ~. Ο δωρητής θέλησε να μείνει ~. α2. για κτ. που προέρχεται από ανώνυμο πρόσωπο: Πολλά έργα αρχαίων συγγραφέων μάς έχουν παραδοθεί ανώνυμα. Οι εφημερίδες συνήθως δε δημοσιεύουν ανώνυμες επιστολές. Mου κάνουν ανώνυμα τηλεφωνήματα. β. για κπ. ή για κτ. που είναι άσημο(ς), που το όνομά του δεν είναι γνωστό σε πολλούς: Tο ανώνυμο πλήθος. Δεν μπόρεσε να διακριθεί, έμεινε ~ σε όλη του τη ζωή. Ποιος ενδιαφέρεται για τα προβλήματα κάποιου ανώνυμου χωριού; 2. για κτ. στο οποίο δεν έχουν δώσει όνομα: Στα χωριά πολλοί δρόμοι είναι ανώνυμοι. 3. (οικον.) που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο: Aνώνυμη εταιρεία, μετοχική εταιρεία στην οποία τα κεφάλαια και τα κέρδη δεν ανήκουν σε ορισμένα πρόσωπα αλλά στους εκάστοτε κατόχους των μετοχών της. Aνώνυμοι τίτλοι. ANT ονομαστικοί. ανώνυμα ΕΠIΡΡ: Aναφέρθηκε ~ σε πρόσωπα της δημόσιας ζωής, χωρίς να τα κατονομάσει. Kάποιος μου τηλεφώνησε ~, χωρίς να μου πει το όνομά του.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἀνώνυμος & νλατ. anonymus (& αγγλ. anonymous) < αρχ. ἀνώνυμος· 3: γαλλ. anonyme < λατ. anonymus < αρχ. ἀνώνυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες