Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανώγειος -α -ο [anójios] Ε6 : για κατασκευή που βρίσκεται επάνω από το ισόγειο, συνήθ. ως ουσ. το ανώγειο, στα αστικά κυρίως σπίτια, το υπερυψωμένο ισόγειο.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. ἀνώγειον τό (αρχ. ἀνώγαιον)]