Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανύψωση
1 εγγραφή
ανύψωση η [anípsosi] Ο33 : η ενέργεια του ανυψώνω. 1. σήκωμα, ύψωση: H ~ του δρόμου έφερε τις οικοδομές σε χαμηλότερη στάθμη. H ~ των σύγχρονων αεροσκαφών γίνεται ταχύτατα. 2. (μτφ.) ανέβασμα, βελτίωση του ποιοτικού επιπέδου: H ~ της στάθμης της παιδείας / του πνευματικού επιπέδου του λαού.

[λόγ. < ελνστ. ἀνύψω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες