Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανόρθωση 1 η [anórθosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανορθώνω: Kύριο έργο της μεταπολεμικής κυβέρνησης ήταν η οικονομική και κοινωνική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνόρθω(σις) -ση]
- ανόρθωση 2 η : (ηλεκτρολ.) η μετατροπή του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος σε συνεχές.
[λόγ. < ανόρθωση 1 σημδ. γαλλ. redressement]