Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόπτηση
1 εγγραφή
ανόπτηση η [anóptisi] Ο33 : (τεχν.) ένα από τα στάδια της κατεργασίας μετάλλων.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αρχ. ὀπτη- (ὀπτῶ) `ψήνω΄ -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. recuit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες