Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανόπτηση η [anóptisi] Ο33 : (τεχν.) ένα από τα στάδια της κατεργασίας μετάλλων.
[λόγ. αν- (δες α- 1) αρχ. ὀπτη- (ὀπτῶ) `ψήνω΄ -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. recuit]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. αν- (δες α- 1) αρχ. ὀπτη- (ὀπτῶ) `ψήνω΄ -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. recuit]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |