Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόητος
1 εγγραφή
ανόητος -η -ο [anóitos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που συμπεριφέρεται, μιλά ή ενεργεί με τρόπο που δείχνει έλλειψη νου, σκέψης. β. (για σκέψη, λόγο, πράξη κτλ.) που δείχνει έλλειψη σκέψης, σωφροσύνης, ορθοφροσύνης: Aνόητα λόγια / αστεία. Aνόητη παρατήρηση. Aνόητες αποφάσεις. Aνόητες πράξεις. Aνόητη συμπεριφορά. ανόητα ΕΠIΡΡ: Φέρεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνόητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες