Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυπομονώ [anipomonó] Ρ10.9α : αισθάνομαι ανυπομονησία ή εκδηλώνω την ανυπομονησία μου: ~ να φτάσω στο τέρμα του ταξιδιού. Οι γονείς ανυπομονούν να δουν τα παιδιά τους μεγάλα. ~ πότε θα πάρω γράμμα του / θα μάθω νέα του. Σε βλέπω να ανυπομονείς
για ποιο λόγο;
[λόγ.(;) < μσν. ανυπομονώ < ανυπόμον(ος) -ώ]