Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυποληψία η [anipolipsía] Ο25 : έλλειψη εκτίμησης για το ήθος, για την εντιμότητα ή για τη συνέπεια κάποιου: H εμπιστοσύνη πρέπει να αντικαταστήσει την ~ και τη δυσπιστία που έχουν οι πολίτες για τους δημόσιους άνδρες. || αμφισβήτηση της αξίας και περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζουμε κτ.: Ο λαϊκός πολιτισμός είχε πέσει σε μεγάλη ~.
[λόγ. < μσν. ανυποληψία < ανυπόληπ(τος) -σία]