Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπαρξία
1 εγγραφή
ανυπαρξία η [aniparksía] Ο25 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ. που δεν υπάρχει. 1. πλήρης έλλειψη ή ανεπάρκεια, απουσία. ANT ύπαρξη: H κατηγορία κατέρρευσε λόγω ανυπαρξίας αποδεικτικών στοιχείων. H ~ σύγχρονου εξοπλισμού στα νοσοκομεία. ~ κρατικού ελέγχου / κρατικής μέριμνας. 2. το να μην έχει υπάρξει ή το να μην υπάρχει κάποιος ή κτ., το να μην έχει λάβει υπόσταση: Οι άθεοι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος έρχεται από την ~ και γυρίζει σ΄ αυτήν. H ~ του Θεού δεν αποδεικνύεται. ANT ύπαρξη.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυπαρξία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες