Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντώνυμο
1 εγγραφή
αντώνυμο το [andónimo] Ο42 : (γραμμ.) λέξη με αντίθετη σημασία.

[λόγ. < γαλλ. antonyme < ant(i)- = αντ(ι)- + -onyme = -ώνυμον, κατά το synonyme = συνώνυμον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες