Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντρόγυνο το [andrójino] Ο41 & ανδρόγυνο το [anδrójino] Ο42 : άντρας και γυναίκα που είναι παντρεμένοι: Είναι αγαπημένο ~. Zουν σαν ~, για ζευγάρι που συζεί χωρίς να είναι παντρεμένο.
[μσν. αντρόγυνο(ν) < ελνστ. ἀνδρόγυνον (προφ. [nd] ) (διαφ. το αρχ. ἀνδρόγυνος ὁ `ερμαφρόδιτος΄)· -νδ-: λόγ. επίδρ.]