Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντραντές
1 εγγραφή
αντραντές ο [antrandés] Ο13 : ταινία κεντήματος που ράβεται ανάμεσα σε δύο κομμάτια ύφασμα.

[γαλλ. entre-deux με προχωρ. αφομ. [a-e > a-a] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες