Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντρίκειος
1 εγγραφή
αντρίκειος -α -ο [andríkos] Ε4 : για κτ. που χαρακτηρίζεται από θάρρος και ευθύτητα, ιδιότητες που θεωρείται ότι ταιριάζουν κατεξοχήν στον άντρα: Aντρίκειες κουβέντες. Aντρίκεια συμπεριφορά. αντρίκεια ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. Άλλη φορά να μάθεις να μιλάς ~.

[αντρικ(ός) -ειος κατά το αντ. γυναίκειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες