Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιφρονών -ούσα -ούν [andifronón] Ε12β (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) (συνήθ. ως ουσ.) αυτός που διαφωνεί με την πολιτική που ασκεί ένα καταπιεστικό συνήθ. καθεστώς και που εκφράζει δημόσια αυτή τη διαφωνία του: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπαθούν να φιμώσουν τους αντιφρονούντες.
[λόγ. αντι- + μεε. του φρονώ]