Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιφρονών
1 εγγραφή
αντιφρονών -ούσα -ούν [andifronón] Ε12β (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) (συνήθ. ως ουσ.) αυτός που διαφωνεί με την πολιτική που ασκεί ένα καταπιεστικό συνήθ. καθεστώς και που εκφράζει δημόσια αυτή τη διαφωνία του: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπαθούν να φιμώσουν τους αντιφρονούντες.

[λόγ. αντι- + μεε. του φρονώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες