Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιφεμινισμός
1 εγγραφή
αντιφεμινισμός ο [andifeminizmós] Ο17 : θεωρητική και πρακτική αντίθεση στο φεμινισμό.

[λόγ. < αγγλ. antifeminism (anti- = αντι-, -ism = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες