Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισυφιλιδικός
1 εγγραφή
αντισυφιλιδικός -ή -ό [andisifiliδikós] Ε1 : που καταπολεμά τη σύφιλη: Aντισυφιλιδική θεραπεία. Aντισυφιλιδικά φάρμακα.

[λόγ. αντι- + συφιλιδικός μτφρδ. γαλλ. antisy philitique < anti- = αντι- + syphilitique = συφιλιδικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες