Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιστράτηγος ο [andistrátiγos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του στρατού ξηράς, της αστυνομίας (και παλαιότερα της χωροφυλακής) και του πυροσβεστικού σώματος, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιστράτηγος `βοηθός του διοικητή΄, αρχ. σημ.: `αντίπαλος στρατηγός΄ σημδ. αγγλ. lieutenant general]