Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιστασιακός -ή -ό [andistasiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την αντίσταση κατά της βίας, κατά της τυραννικής εξουσίας: Aντιστασιακή οργάνωση. Aντιστασιακοί φοιτητές. || (ως ουσ.) ο αντιστασιακός, αυτός που παίρνει ή που πήρε μέρος στην αντίσταση.
[λόγ. αντίστασι(ς) -ακός]



