Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισταθμίζω
1 εγγραφή
αντισταθμίζω [andistaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ ένα βάρος στην αντίθετη πλευρά (από εκείνη που παρουσιάζει κλίση) για να αποκαταστήσω την ισορροπία. 2. (μτφ.) εξουδετερώνω τις αρνητικές συνέπειες μιας κατάστασης με κτ. θετικό: Tα μειονεκτήματα που έχει η ζωή στο χωριό αντισταθμίζονται από τα πλεονεκτήματα που μας προσφέρει. Οι ζημιές μας δεν αντισταθμίζουν τα κέρδη μας, ισοφαρίζουν.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀντισταθμίζω· 2: σημδ. γαλλ. contrebalancer, compenser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες