Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιρευματικός
1 εγγραφή
αντιρευματικός -ή -ό [andirevmatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την καταπολέμηση των ρευματισμών: Aντιρευματική θεραπεία. Aντιρευματικά φάρμακα. || (ως ουσ.) τα αντιρευματικά, αντιρευματικά φάρμακα.

[λόγ. < αγγλ. antirheumatic < anti- = αντι- + αρχ. ῥευματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες