Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπυρετικός
1 εγγραφή
αντιπυρετικός -ή -ό [andipiretikós] Ε1 : που καταπολεμά τον πυρετό: Aντιπυρετικές ουσίες. Aντιπυρετικά φάρμακα. || (ως ουσ.) το αντιπυρετικό, φαρμακευτικό παρασκεύασμα με αντιπυρετική δράση.

[λόγ. < γαλλ. antipyrétique < anti- = αντι- + ελνστ. πυρετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες