Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπρόεδρος ο [andipróeδros] Ο19 θηλ. αντιπρόεδρος [andipróeδros] Ο36 & (οικ.) αντιπροεδρίνα [andiproeδrína] Ο26 : αξιωματούχος που αναπληρώνει τον πρόεδρο, όταν λείπει ή αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του: Ο ~ της κυβερνήσεως / της βουλής. Ο ~ του διοικητικού συμβουλίου. Είναι ~ του δημοτικού συμβουλίου. Πρώτος / δεύτερος ~.
[λόγ. αντι- πρόεδρος μτφρδ. γαλλ. vice-président· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αντιπρόεδρ(ος) -ίνα]