Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπολιτεύομαι
1 εγγραφή
αντιπολιτεύομαι [andipolitévome] Ρ5.1β : είμαι αντίπαλος κάποιου και ενεργώ εναντίον του σε ό,τι έχει σχέση με την πολιτική και γενικά με τη διαχείριση των κοινών. ANT συμπολιτεύομαι: ~ τη διοίκηση του συλλόγου / του σωματείου στο οποίο ανήκω. ~ την ηγεσία του κόμματός μου. Kόμμα που αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση ή αντιπολιτευόμενο κόμμα. Aντιπολιτευόμενη εφημερίδα. || (παρωχ., ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι, το σύνολο των πολιτικών που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. || (επέκτ.) εναντιώνομαι σε κπ., διαφωνώ μαζί του: Διαρκώς με αντιπολιτεύεσαι, ποτέ δε συμφωνείς μαζί μου.

[λόγ. < αρχ. ἀντιπολιτεύομαι `είμαι πολιτικός αντίπαλος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες