Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπαχυντικός -ή -ό [andipaxindikós] Ε1 : που καταπολεμά την πάχυνση: Aντιπαχυντικές ουσίες / μέθοδοι.
αντιπαχυντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + παχυντικός μτφρδ. αγγλ. non-fattening]