Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπατριωτικός -ή -ό [andipatriotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άρνηση του πατριωτισμού ή εχθρότητα προς την πατρίδα: Aντιπατριωτική ενέργεια.
αντιπατριωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. antipatriotique < anti- = αντι- + patriotique = πατριωτικός]