Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπαθητικός -ή -ό [andipaθitikós] Ε1 : (ιδ. για πρόσ.) που προκαλεί την αντιπάθεια των άλλων. ANT συμπαθητικός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι τόσο ~ τύπος, ώστε με κανένα δεν μπορεί να κάνει παρέα. Γίνομαι ~.
αντιπαθητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντιπαθη- (αντιπαθώ) -τικός σημδ. γαλλ. antipathique (< antipathie < ελνστ. ἀντιπάθεια) (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀντιπαθητικός `αντίθετος στην αδράνεια΄)]