Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιοξειδωτικός -ή -ό [andioksiδotikós] Ε1 : που προστατεύει από την οξείδωση: Aντιοξειδωτική βαφή. Aντιοξειδωτικά υλικά.
[λόγ. αντι- + οξειδωτικός μτφρδ. γαλλ. antioxydant, antirouille (anti- = αντι-)]