Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιναύαρχος
1 εγγραφή
αντιναύαρχος ο [andinávarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αμέσως ανώτερος από τον υποναύαρχο, αντίστοιχος του αντιστρατήγου στο στρατό ξηράς: Διακριτικά / σήμα / διαταγές του αντιναυάρχου.

[λόγ. αντι- ναύαρχος μτφρδ. γαλλ. vice-amiral ή αγγλ. vice admiral]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες