Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιμόνιο το [andimónio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : στερεό χημικό στοιχείο που ανήκει στα αμέταλλα: Kρυσταλλικό / ορυκτό ~. Ενώσεις / ιδιότητες του αντιμονίου.
[λόγ. < μσνλατ. antimon(ium) -ιον ή μέσω του ιταλ. antimonio αραβ. προέλ. (πρβ. μσν. αντεμόνιον)]