Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιμεταφυσικός -ή -ό [andimetafisikós] Ε1 : που είναι αντίθετος με τη μεταφυσική: Aντιμεταφυσική φιλοσοφία / θεωρία.
[λόγ. αντι- + μεταφυσικός μτφρδ. αγγλ. antimetaphysical (anti- = αντι-)]