Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιμεταθέτω [andimetaθéto] -ομαι, αντιμετατίθεμαι [andimetatíθeme] Ρ (βλ. μεταθέτω) : (λόγ.) κάνω αντιμετάθεση.
[λόγ. αντιμετατίθημι με μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω, ενεργ. < ελνστ. ἀντιμετατίθεμαι `αντικαθίσταμαι΄, κατά τη σημ. της λ. αντιμετάθεση]