Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιμάχομαι [andimáxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : είμαι αντίθετος ή εχθρικός με κπ. ή κτ., τον καταπολεμώ: Kόμμα που αντιμάχεται την τυραννία / την αδικία. Bρήκε τους χωρικούς να αντιμάχονται ο ένας τον άλλο. || (μπε., πληθ.) που ο ένας είναι αντίθετος ή εχθρικός στον άλλο: Aντιμαχόμενες ιδεολογίες / παρατάξεις. Aντιμαχόμενα συμφέροντα.
[λόγ. < αρχ. ἀντιμάχομαι]