Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιλαμβάνομαι
1 εγγραφή
αντιλαμβάνομαι [andilamvánome] Ρ αόρ. αντιλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και αντελήφθη, αντελήφθησαν, απαρέμφ. αντιληφθεί : 1.καταλαβαίνω, αποκτώ μια γνώση: α. με τη βοήθεια των αισθήσεων: Ο κλέφτης μπήκε στο σπίτι χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. β. κυρίως με λογική διεργασία: ~ τις προθέσεις / τα σχέδια κάποιου. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το Θεό με την καρδιά όχι με τις αισθήσεις. 2. (σπάν.) έχω αντίληψη: Είναι μικρός και δεν αντιλαμβάνεται ακόμα.

[λόγ. < αρχ. ἀντιλαμβάνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες